υπεραξία

υπεραξία
Η διαφορά μεταξύ της αξίας ενός οικονομικού αγαθού και της αμοιβής της εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του. Κατά τον Μαρξ (που χρησιμοποίησε τον όρο για πρώτη φορά), η κεφαλαιοκρατική οργάνωση χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο κεφαλαιούχος, όταν κάνει ένα παραγωγικό συνδυασμό, αγοράζοντας τους σχετικούς συντελεστές (πρώτες ύλες, μηχανές, εργατική δύναμη κλπ.), πετυχαίνει πάντα ένα προϊόν που αποζημιώνει με την αξία του τις δαπάνες που έκανε, αφήνοντας ένα ενεργητικό περίσσευμα που πάει να αυξήσει το κέρδος. Αυτό, εξηγεί ο Μαρξ, μπορεί να γίνει μόνο επειδή ο κεφαλαιούχος πληρώνει για κάποιο συντελεστή τιμή κατώτερη από την πραγματική αξία του. Ο συντελεστής αυτός είναι η εργασία, της οποίας το κόστος παραγωγής, αντιπροσωπευόμενο από τα έξοδα που είναι αναγκαία για τη συντήρηση του εργάτη και της οικογένειας του στη ζωή, είναι πολύ κατώτερο από την απόδοση που αποκομίζει ο κεφαλαιούχος. Η υ. είναι έτσι ένα ποσοστό της αξίας της εργασίας που ο κεφαλαιούχος δεν αποδίδει στον εργάτη, αλλά κρατά για δικό του λογαριασμό. Η μαρξιστική θεωρία της υ. είχε μεγάλη εφαρμογή ως όργανο πολεμικής, από επιστημονική όμως άποψη η αξία της είναι πολύ περιορισμένη. Η θεωρία της αξίας που αποτελεί τη βάση της και που κληρονομήθηκε απευθείας από το Ντέιβιντ Ρικάρντο, είναι πια ξεπερασμένη, όπως και ο υποτιθέμενος οικονομικός νόμος κατά τον οποίο οι μισθοί συμπιέζονται πάντα μέσα στα όρια της ανθρώπινης συντήρησης. Απογυμνωμένη από όλα τα ενισχυτικά της επιχειρήματα, η θεωρία της υ. περιορίζεται στην εξήγηση του γεγονότος ότι η παραγωγικότητα ενός συνδυασμού είναι ανώτερη από την παραγωγικότητα των μεμονωμένων συντελεστών και από την άποψη αυτή δεν είναι πρωτότυπη. Η υ. στην περίπτωση αυτή υπάρχει, αλλά όχι ως αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης που κάνει το σύστημα σε βάρος ενός μόνου παραγωγικού συντελεστή, αλλά ως αμοιβή εκείνου που φρόντισε να συντονίσει τους διάφορους συντελεστές σ’ ένα οργανικό και λειτουργικό σύμπλεγμα.
* * *
η, Ν
(κοινων.-οικον.) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) αξία την οποία η εργασία τού μισθωτού εργάτη δημιουργεί πέρα από την αξία τής εργατικής του δύναμης και τής οποίας η οικειοποίηση από τον κεφαλαιοκράτη αποτελεί την ουσία τής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης
2. η αδάπανη αύξηση τής αξίας ενός αγαθού, φαινόμενο που παρατηρείται λ.χ. στα ακίνητα κοντά στα οποία εκτελέστηκαν έργα κοινής ωφελείας, στα αγροτεμάχια που εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλεως κ.α.
3. φρ. α) «απόλυτη υπεραξία»
(κοινων.-οικον.) μορφή υπεραξίας η οποία προκύπτει από την επιμήκυνση τού ωραρίου εργασίας πέρα από τον χρόνο εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαίος για την εξασφάλιση τής διαβίωσης και αναπαραγωγής τού εργάτη
β) «σχετική υπεραξία»
(κοινων.-οικον.) υπεραξία που προκύπτει με την εντατικοποίηση τής εργασίας ή από την αύξηση τής παραγωγικότητας τού εργάτη
γ) «φορολογία τής υπεραξίας» — φορολογία στα ακίνητα τών οποίων αυξήθηκε η αξία όχι με δαπάνη τού ιδιοκτήτη αλλά λόγω έργων κοινής ωφέλειας που έγιναν κοντά σ' αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. υπεράξιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ιωάνν. Σκαλτσούνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπεραξία — η 1. η επιπλέον αξία. 2. η διαφορά μεταξύ της αξίας που δημιούργησε ο εργάτης στο χρόνο της εργασίας του και του ημερομίσθιου που του πληρώθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • Μαρξ, Καρλ — (Heinrich Karl Marx, Τριρ 1818 – Λονδίνο 1883). Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε συνιδρυτής, με τον Φρίντριχ Ένγκελς, του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σπούδασε νομική, ιστορία …   Dictionary of Greek

  • ὑπεραξίαν — ὑπερᾱξίᾱν , ὑπέρ ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑπερᾱξίᾱν , ὑπέρ ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ὑπεραξίᾱν , ὑπέρ ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑπεραξίᾱν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

  • υπερκέρδος — το, Ν 1. κέρδος που υπερβαίνει το μέσο κέρδος ή κέρδος πέραν τού αναμενόμενου 2. το κέρδος που προέρχεται από την υπεραξία και το οποίο προσπορίζεται ο εργοδότης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”